- ἀναπατάσσω
- ἀναπατάσσω,A strike,
κεφαλὴν ἀνεπάταξε Men.Epit.468
.2 ἀνεπάταξεν· ἐξ ὕπνου ἀνέβλεψε, Hsch.II strike up, ἀναπατάξασθαι· ἀνακρούσασθαι ᾆσμα, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφαλὴν ἀνεπάταξε Men.Epit.468
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπατάσσω — ἀναπατάσσω (Α) [πατάσσω] πατάσσω, χτυπώ εκ νέου … Dictionary of Greek
ἀναπατάξασθαι — ἀναπατάσσω strike aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)